λεγεωνάριος

λεγεωνάριος
λεγιωναριος ο легионер

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "λεγεωνάριος" в других словарях:

  • λεγεωνάριος — ο (Α επιγρ. λεγιονάριος και ληγιωνάριος) ο μάχιμος οπλίτης τής λεγεώνας νεοελλ. στον πληθ. οι λεγεωνάριοι α) Αμερικανοί απόμαχοι τού Α Παγκόσμιου πολέμου που οργανώθηκαν σε τοπικούς συλλόγους για να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους β) τα μέλη τής… …   Dictionary of Greek

  • λεγεωνάριος — ο στρατιώτης της λεγεώνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Asterix the Legionary — Infobox Asterix Title=Asterix the Legionary Frenchtitle=Asterix Legionnaire Story=Rene Goscinny Illustrations=Albert Uderzo FrenchDate=1967 EnglishDate=1970 Preceded= Asterix and the Normans Followed= Asterix and the Chieftain s Shield | Asterix… …   Wikipedia

  • λεγιονάριος — λεγιονάριος, ὁ (Α) επιγρ. βλ. λεγεωνάριος …   Dictionary of Greek

  • ληγιωνάριος — ληγιωνάριος, ὁ (Α) βλ. λεγεωνάριος …   Dictionary of Greek

  • ταγματικός — ή, όν, Α [τάγμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τάγμα 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ταγματικός λεγεωνάριος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταγματικόν τάγμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»